- λαχανοπωλικός
- λᾰχᾰνοπωλ-ικός, ή, όν,A belonging to a greengrocer, ἐργαστήριον POxy.1461.6 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοπωλικός — λαχανοπωλικός, ή, όν (Α) [λαχανοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαχανοπωλείο ή σε λαχανοπώλη … Dictionary of Greek